Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

Το τέλος

Ποτέ δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω πότε έρχεται το τέλος.

Σε όλες τις καταστάσεις, οποιοδήποτε και αν ήταν αυτό.

Πως έσβηνε η πρώτη μου σχέση με τον Πέτρο,η ρήξη στις σχέσεις με τον Θ.

Πότε τελείωνε μια περιπέτεια που άρχιζε από ένα one-night-stand.

Ποτέ δε μου δεν κατάλαβα ότι τελειώνουν. Πίστευα ότι θα συνεχιστούν.

Δεν ήξερα. Γελάστηκα πολύ και το κατάλαβα αργά.

Ίσως γιατί ήμουν ανώριμος και μικρός.

Τώρα μεγάλωσα και ωρίμασα.

Μπορώ και καταλαβαίνω.

Το τέλος είναι κοντά.

Και όμως εγώ νιώθω


τόσο χαρούμενος.


Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

Διάβασέ με

ΠΡΟΣΟΧΗ! ΑΚΟΥΛΟΥΘΕΙ BLOGOΠΑΙΧΝΙΔΟ (με την ευγενική πρόσκληση του μαλερούλη)


βλέμμα στο ταβάνι καθώς ξημέρωνε, άρχισε να καταστρώνει

σχέδιο δράσης. Πλήρως αποτυχημένο εγχείρημα. Δυο λεπτά αργό-

τερα, ροχάλιζε. Το σαρκίο του δε βρισκόταν σε απευθείας σύνδεση



Στοιχεία βιβλίου:



Εμπειρία Εκδοτική
"Ο ήλιος μπήκε από τη χαραμάδα"
του Νάσου Χριστογιαννόπουλου

[...]Εμείς πάνω απ' όλα φροντίζαμε για την εικόνα και την καλή μας θέση στην κοινωνία. Κι όμως, μια στιγμή ήταν αρκετή για να φανεί το μεγάλο ψέμα. Πάντα έρχεται η ώρα της αλήθειας και της πληρωμής. Το φως βρήκε μια χαραμάδα για να μπει. Ο ήλιος έφερε ξανά το χαμόγελο και την αισιοδοξία.

Συνοπτικά εδώ οι κανονισμοί του παιχνιδιού :
1. πιάνουμε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά μας αυτή τη στιγμή
2. το ανοίγουμε στη σελίδα 123 (αν είναι μικρό, παίρνουμε το επόμενο κοντύτερα σε μας, που έχει τουλάχιστον 123 σελίδες)
3. βρίσκουμε την πέμπτη πρόταση
4. αντιγράφουμε τις επόμενες τρεις δλδ την έκτη, έβδομη και όγδοη και
5. βρίσκουμε άλλους πέντε ατυχείς να τους πασάρουμε το παιχνίδι...εγώ με την σειρά μου καλώ τους ...


dante
g-4-george
good-as-you
per-
ukumutu

για όταν το δουν...

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

Χιόνι

Μα ξαφνικά με βρήκα να γυρίζω πάλι στα σκουπίδια.
Να ψάχνω το τσαλαπατημένο εγώ μου.
Μόνο που αυτή τη φορά ήταν παγωμένο.
Γύρισα και έσβησα τα φώτα.
Και σε έδιωξα.
Έφυγες;



Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2008

Το μέσα πέθανε

Όλα γίνονται για την εξωτερική εμφάνιση. Την εικόνα. Αυτή μετράει. Αυτή προβάλλουμε. Αυτή φαίνεται. Αυτή μένει.

Μισώ τους ανθρώπους που λένε ότι δεν τους νοιάζει αλλά γιαυτό ζουν. Μισώ να μου λένε πως τους νοιάζει ο εσωτερικός κόσμος, η ψυχή και άλλα κουραφέξαλα ενώ το μόνο που τους νοιάζει είναι η εικόνα.

Βαρέθηκα. Κουράστηκα.
Τώρα που γράφω πονάω. Σωματικά και ψυχικά.
Δεν είμαι καλά. Το νιώθω. Το μέσα μου πέθανε.

Το έξω ζει.

Για πόσο ακόμα;

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

Κοντά στην πρώτη μου φορά

Θυμάμαι πως ήταν Πέμπτη. Θυμάμαι πως έβρεχε καταραχτωδώς. Θυμάμαι πως την άλλη μέρα είχαμε σχολείο. Δε θυμάμαι γιατί αντί να διαβάζω είχα πάει για καφέ (συνήθως έβγαινα για καφέδες μόνο ΠΣΚ τότε).
Δε θυμάμαι επίσης πως βρέθηκα να περπατάω μέσα στη βροχή με τον Αντρέα. Η μοίρα ίσως..?
Και καθώς προχωρούσαμε να γυρίσουμε σπίτια μας και να σωθούμε από τη βροχή. Μου λέει :
"Καθόμαστε λίγο μέχρι να σταματήσει;" Πήγαμε κάτω από ένα δέντρο στο μικρό παρκάκι. Κλασσικά ντρεπόμουν όταν βρισκόμουν με έναν άντρα-συμμαθητή μου μόνος μου και μάλιστα άντρα που να μ αρέσει κιόλας. Εκείνη την ώρα πέρασε μια κοπέλα. Ο Αντρέας γύρισε, την κοίταξε και σφύριξε. Εγώ αδιαφόρησα.
Μετά κοίταξε εμένα. "Δε σου κανε τίποτα ε;" Φορούσε φόρμα. Όταν φορούσε φόρμα ο Αντρέας πάντα διαγραφόταν ο πούτσος του. Όποτε μπορούσα στα κλεφτά κοιτούσα και φανταζόμουν. Εκείνη τη φορά με ανάγκασε σε περισσότερη φαντασίωση μιας και άρχισε να τον πιάνει, ενώ σήκωσε λίγο τη μπλούζα του και κατέβασε τη φόρμα του δείχνοντας μου τις τρίχες του εφηβαίου του λέγοντας :"Μούσκεμα γίναμε ρε γαμώτο". Άθελά μου είχα αρχίσει να καυλώνω(και φορούσα και εγώ φόρμα). Ήταν οι εποχές που και το φύσημα του αέρα μου φαινόταν ερωτικό. Με είδε. Με κοίταξε λίγο και μου είπε : "Ρε μαλάκα; Σου σηκώθηκε;"
Σε εκείνο το σημείο δε θυμάμαι ποτέ τι απάντησα. Υποψιάζομαι κάτι σε μια άγνωστη γλώσσα ιθαγενών των νησιών Σολομώντος. Μαμουσου...αααα....εεεεεε.ωωωωωωωωωω... και άλλα φωνήεντα. Και τότε σηκώθηκε με πλησίασε και μου είπε την καταπληκτική ατάκα μου θυμάμαι ακόμα και σήμερα και γελάω : "Σου δίνω πίπα, μου δίνεις κώλο;" Η ερώτηση φυσικά με αφόπλισε (μικρό ντροπαλό παιδί που παλεύει με τις φαντασιώσεις του γαρ). Εξακολούθησα να μιλάω την παραπάνω γλώσσα, ίσως με λιγότερα φωνήεντα. Μου χαμογέλασε και μου είπε "Μην κολλάς ρε μαλάκα. Δεν έχω πρόβλημα. Αν θες τα λέμε καμιά φορά" και μου χάιδεψε τα τουρλωτά μου οπίσθια.
Για να με καυλώσει ακόμα πιο πολύ. Και κάπου εκεί σε μια ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, η βροχή πέρασε, οι ουρανοί ξανάνοιξαν και εγώ καταντροπιασμένος, μη μπορώντας να αντιδράσω (αλλά και να ελέγξω τις καύλες μου), του είπα πως είναι καλύτερα να πηγαίνουμε. Προχώρησα μπροστά με βήμα γρήγορο αλλά και αδύναμο και φυσικά αμήχανο και ασυναίσθητο. Αυτός επίσης δε μίλησε απλά μου είπε πως δε χρειάζεται να κομπλάρω. Μη σας πω πως πέρασε από το μυαλό μου πως ήθελε απλά να με ξεμπροστιάσει. Στην πορεία δεν αποδείχτηκε έτσι. Η συνέχεια φυσικά δεν υπήρξε ποτέ (στα μαθητικά χρόνια). Είχα μάλλον αποφασίσει πως τελειώνοντας το λύκειο θα τελείωνε και η περίοδος της παρθενίας μου. Έκτοτε πέραν από κάποια κλασσικά υπονοούμενα δεν είχαμε και τίποτα διαφορετικό.
Ώσπου που 2 καλοκαίρια μετά και έχοντας γυρίσει για μερικές μέρες στα πάτρια εδάφη τον ξανασυνάντησα. Είναι αλήθεια πως δεν είχα τίποτα να με κρατάει πια στα μέρη που μεγάλωσα. Ποτέ μου δεν ανοίχτηκα σε άνθρωπο οπότε και ποτέ δε μου δε δημιούργησα τους δεσμούς που θα σε δέσουν με ένα μέρος. Όσο και αν έζησα εκεί τα μαθητικά μου χρόνια, προτιμώ μάλλον να τα ξεχάσω, μιας και τότε ήμουν ένας άλλος. Και όμως, βλέποντάς τον εκείνο το βράδυ στο κλαμπ (δεν είχαμε και πολλά στη μικρή επαρχιακή μας πόλη) κάτι μέσα μου ξύπνησε και θυμήθηκα ακριβώς τις στιγμές εκείνης της βραδιάς και σκέφτηκα το πόσο διαφορετικά θα είχα αντιδράσει τώρα, όντας πιο έμπειρος. Μιλήσαμε. Και μετά κατά τις 4 το πρωί πήγαμε όλοι μαζί μια παλιοπαρέα να φάμε κατιτίς βρώμικο. Προσφέρθηκε μετά να με πάει σπίτι με το μηχανάκι του. Δεν είπα όχι. Στη διαδρομή περάσαμε από το γνωστό πάρκο της ιστορίας. Τον ρώτησα ψιλοτρέμοντας αν θυμόταν τι μου είχε πει εκεί. Γύρισε και με κοίταξε. Δεν είπαμε πολλά παραπάνω. Με κάλεσε σπίτι του για "ποτό".
Πλέον ήμουν κάποιος άλλος. Δε φοβόμουν να πω όχι. Πλέον ήμουν εγώ. Ήμουν ελεύθερος. Μετά από μία στάση στο περίπτερο για προφυλακτικά τα πάντα ήταν έτοιμα. Καθώς ξάπλωνα στο κρεβάτι του και καθώς τον έβλεπα να γδύνεται ήθελα να γυρίσω το χρόνο πίσω. Να ζήσω το τώρα, τότε... Έκλεισα τα μάτια μου και του παραδόθηκα όσο μπορούσα. Τον ένιωθα να μπαίνει μέσα μου με μανία και να πιάνει τα μαλλιά μου αλλά φανταζόμουν ότι όλα αυτά συνέβαιναν τότε στο παρκάκι... Αφού τελειώσαμε και κάθησε γυμνός στο κρεβάτι με το τσιγάρο του μου εκμυστηρεύτηκε πως τότε με ήθελε μόνο για ξεκαύλωμα, τώρα ήταν και αυτός αλλιώς. Εγώ σηκώθηκα, τον κοίταξα και του είπα: Ναι αλλά εγώ τώρα έχω αλλάξει...

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2008

Dream catch me



Every time I close my eyes
It’s you and I know now
Who I am

Yea yea yea and I know now

There’s a place I go
When I’m alone
Do anything I want
Be anyone I wanna be
But it is us I see

And I cannot believe I’m fallin
That’s where I’m goin
Where are you goin
Hold it close won’t let this go

Dream catch me, yea
Dream catch me when I fall
Or else I won’t come back at all


You do so much
That you don’t know
It’s true
And I know now
Who I am

Yea yea yea
And I know now.....

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2008

Πατώντας γερά στο έδαφος

Ήταν από τα πρώτα βράδια που βγαίναμε σαν φίλοι με τον Θ. Είχα πιει. Γελούσα, τραγουδούσα, χόρευα, φώναζα, τον κοιτούσα. Ο Θ. είχε πιει ακόμη περισσότερο και με το ζόρι κρατιόταν στα πόδια του. Τον πήγα σπίτι κρατώντας τον αγκαλιά. Ένιωθα την ανάσα του κοντά στο στόμα μου. Μύριζε αλκοόλ αλλά είχε το κάτι τόσο ερεθιστικό. Με το κορμί μου να ανατριχιάζει, σήκωσα το βλέμμα και τον κοίταξα χαμογελώντας. Και ήταν τότε που με ρώτησε :
-Πιστεύεις ότι θα είμαστε ποτέ ευτυχισμένοι;
Έστρεψα για λίγο το βλέμμα μου αλλού
-Όχι.
Του απάντησα μονολεκτικά με εκείνο το σαρκαστικό χαμόγελο που ήξερα πως τον σκοτώνει να βλέπει και τον εκνεύριζε όσο τίποτε άλλο.

Αμέσως μετά έσκυψε το κεφάλι του να με φιλήσει αλλά δεν τον άφησα. Του είπα πως είναι μεθυσμένος. Του έδωσα να πιει 3 ποτήρια νερό γιατί έτσι μου ζήτησε και τον έβαλα να ξαπλώσει.
-Δε θε με γδύσεις;
μου είπε.
-Φοράς μόνο το μποξεράκι σου. Τι άλλο θες;
-Να έρθεις να κοιμηθείς εδώ αγκαλιά μου. Ούτως ή άλλως δεν υπάρχει άλλο κρεβάτι.

Εκεί η καρδιά μου σκίστηκε. Άνοιξε στα δύο. Χτύπησε. Πόνεσε. Το στομάχι μου δέθηκε κόμπος. Μέχρι να αλλάξω και να ετοιμαστώ να ξαπλώσω ομολογώ ότι είχα καυλώσει που θα κοιμόμουν δίπλα του. Ξάπλωσα από πάνω του για δύο λεπτά, τον χαστούκισα ελαφριά να δω ότι είναι καλά. Δεν ήξερα τι έκανα. Θα μπορούσα να έχω κάνει και παραπάνω πράγματα. Και όμως φερόμουν σαν έφηβος που δεν έχει καμία επίγνωση των πράξεων του. Τι θα είχε αλλάξει άραγε; Τελικά κοιμηθήκαμε μέχρι το πρωί. Που σηκώθηκα και πάτησα τα πόδια μου ξανά στο έδαφος...γερά...να νιώσω την πραγματικότητα.


Και όμως μετανιώνω που εκείνη τη βραδιά δεν τον έκανα δικό μου. Ίσως τα πράγματα να είχαν κυλήσει διαφορετικά. Ίσως να είχε έρθει η ρήξη νωρίτερα. Ίσως να μην είχε χρειαστεί να φτάσουμε στα άκρα. Και όμως.

Ο κόσμος ποτέ δε μου άρεσε έτσι όπως ήταν. Και γιαυτό προσπαθούσα να τον βιώσω διαφορετικά μέσα από τις ψευδαισθήσεις μου...

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Στη μέση

Ψηλός ή κοντός; Κάτι στη μέση
Μελαχρινός ή ξανθός; Κάτι στη μέση
Άγριος ή ρομαντικός; Κάτι στη μέση
Βουνό ή θάλασσα; Κάτι ση μέση
Να βγω έξω με πολύ κόσμο και να μη μπορώ να σταθώ ή να βγω χωρίς πολύ κόσμο και να είμαι μόνος; Κάτι στη μέση

Ποτέ δεν είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι. Πάντα θα βρούμε κάτι που δε θα μας αρέσει, κάτι που θα μας ενοχλεί, κάτι να γκρινιάξουμε. Μήπως όμως είναι ο μοναδικός δρόμος για να κυνηγάμε το κάτι καλύτερο; Το κάτι παραπάνω; Το κάτι που θα μας αρέσει πιο πολύ;

Και τότε ποιο το νόημα της διαρκούς αναζήτησης προς το κάτι καλύτερο; προς την Ιθάκη μας; Πάντα κάτι μας λείπει. Πότε πρέπει να νιώσουμε ότι είμαστε χαρούμενοι και ευτυχισμένοι παρά αυτό που πάντα μας λείπει;


Επειδή η λαχτάρα σου είναι για γήινα πράγματα,
που το μοίρασμά τους κάνει κάθε μερίδιο μικρότερο,
ο φθόνος ξεπηδά μέσα από τους θρήνους σου.
Εάν όμως ο πόθος σου ήταν για ευγενέστερα πράγματα,
εκπορευόταν από αγάπη για υψηλότερες σφαίρες,
η καρδιά δεν θα υπέφερε από τόση θλίψη.
Εκεί ψηλά, όσο περισσότερα δικά μας υπάρχουν,
όσο περισσότερα κατέχει ο καθένας τόσο το καλύτερο,
κι έτσι σ’ εκείνη τη σφαίρα φλέγεται η πιο λαμπρή αγάπη.

Από την Κόλαση του Δάντη