Περπατάω στα μέρη που περπατούσα μικρός. Στα μέρη που περπατούσα μαζί του. Στα μέρη που πέρασα κάποιες από τις πιο ωραίες στιγμές της ζωής μου. Ήταν όντως ή εγώ τις βλέπω έτσι; Πολλά από τα μέρη που συχνάζαμε έχουν αλλάξει. Δεν ξέρω που πας πια. Ποια είναι τα στέκια σου. Ίσως μέσα στην τραγικότητά μου, περπατώ και σκέφτομαι μήπως σε πετύχω τυχαία, όπως συμβαίνει στις ταινίες, μα μόνο στις ταινίες. Χτυπάει το τηλέφωνο. Η μαμά. Ανησυχεί τώρα περισσότερο για το αν είμαι καλά. Κατά βάθος μ αρέσει που υπάρχει κάποιος που νοιάζεται για μένα χωρίς να με ρωτάει τι έχω και γιατί. Και όμως είναι αυτή που καταλαβαίνει τα πάντα για μένα. Βλέπει πως στα μάτια μου δεν υπάρχει πια αυτή η λάμψη. Ξέρει πως κάτι μου λείπει μόνο που δε μπορεί να ρωτήσει, να μάθει γιαυτό. Να σας πω την αλήθεια, ούτε εγώ ξέρω τι είναι αυτό.. Συνήθως, η ώρα αυτή είναι ώρα γιορτής. Όλοι οι καθημερινοί άνθρωποι μαζεύονται στα σπιτάκια τους και ετοιμάζονται να πάνε στην εκκλησία, κάνοντας τα τετριμμένα των ημερών -τρώγοντας μαγειρίτσες, τσουγκρίζοντας αυγά και άλλα ηλίθια έθιμα. Ναι. Δε μ αρέσουν οι γιορτές. Μου άρεσαν μόνο όταν θα έβλεπα τον Θ. Πλέον δεν έχω κανένα λόγο να χαίρομαι οπότε επιστρέφω απλά στην προηγούμενη κατάθλιψη. Το έχουμε και σαν οικογένεια. Δεν είμαστε από αυτούς που σμίγουν με τα τεράστια σόγια. Εγώ, η μαμά, ο μπαμπάς και ο αδελφός (που φέτος λείπει). Και έτσι εγώ γράφω στον υπολογιστή και οι γονείς μου κάθονται στην τηλεόραση. Δεν τους έχω πει ακόμα πως δε θα πάω μαζί τους στην Ανάσταση. Η μαμά θα στενοχωρηθεί..
Α, μου γνώρισαν ένα παιδί. Δεν ξέρω τι θέλει. Δεν ξέρω που το πάμε και αν θα πάει κάπου...
Α, μου γνώρισαν ένα παιδί. Δεν ξέρω τι θέλει. Δεν ξέρω που το πάμε και αν θα πάει κάπου...